τραμπουκάρω

τραμπουκάρω
(I)
Ν
(αμτβ.) (για πλοίο) κλυδωνίζομαι επικίνδυνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. traboccare «ξεχειλίζω»].
————————
(II)
Ν [τραμπούκο]
(μτβ.) εξαγοράζω κάποιον, δωροδοκώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τραμπουκάρω — τραμπουκάρισα, τραμπουκαρίστηκα, τραμπουκαρισμένος 1. αμτβ. (για πλοίο), κλυδωνίζομαι επικίνδυνα, θαλασσοπνίγομαι: Με τη φουρτούνα θα τραμπουκάρουμε. 2. μτβ., δίνω τραμπούκο (βλ. λ.), δωροδοκώ, εξαγοράζω: Τραμπουκάρισα τον τελωνειακό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραμπουκάρισμα — (I) το, Ν [τραμπουκάρω (Ι)] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τραμπουκάρω, επικίνδυνος κλυδωνισμός πλοίου. (II) το, Ν [τραμπουκάρω (II)] δωροδοκία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”